- περίυπνος
- περίυπνοςawakenedmasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περίϋπνος — ον, Α αυτός που ξύπνησε, ξυπνημένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ὕπνος] … Dictionary of Greek
περίυπνον — περίυπνος awakened masc/fem acc sg περίυπνος awakened neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
περιϋπνίζω — Μ [περίϋπνος] αφυπνίζομαι … Dictionary of Greek